- ενδιάστροφος
- ἐνδιάστροφος (Α)διεστραμμένος, φαύλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνδιαστρόφως — ἐνδιάστροφος perverled adverbial ἐνδιάστροφος perverled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιάστροφον — ἐνδιάστροφος perverled masc/fem acc sg ἐνδιάστροφος perverled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιαστρόφοις — ἐνδιάστροφος perverled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιαστρόφου — ἐνδιάστροφος perverled masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιαστρόφους — ἐνδιάστροφος perverled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιαστρόφων — ἐνδιάστροφος perverled masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδιάστροφοι — ἐνδιάστροφος perverled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)